- μεσοξαλικό οξύ
- Διβασικό κενοτοξύ, με χημικό τύπο C(OH)2(COOH)2 ή CO(COOH)2 + H2O (υδρίτης του μ.ο.) μορφή με την οποία είναι κυρίως γνωστό το μ.ο. Πρόκειται για λευκό στερεό σώμα, το οποίο σχηματίζει υδροσκοπικούς πρισματικούς κρυστάλλους και έχει σημείο τήξης 1150 C. Οι κετονικές του ιδιότητες εμφανίζονται από την ένωση που σχηματίζει με το όξινο θειώδες νάτριο και από την αναγωγή του, πουοδηγεί στο σχηματισμό οξυμηλονικού οξέος. Το μ.ο. λαμβάνεται κατά τη διάσπαση του ουρικού οξέος και παρασκευάζεται από το διβρωμομηλονικό οξύ, ύστερα από θέρμανση σε διάλυμα καυστικού νατρίου.
Dictionary of Greek. 2013.